Πιστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Πιστικός < πιστικός
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠιστικός αρσενικό (θηλυκό Πιστικού)
Μεταγραφές
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Πιστικός | οἱ | Πιστικοί |
γενική | τοῦ | Πιστικοῦ | τῶν | Πιστικῶν |
δοτική | τῷ | Πιστικῷ | τοῖς | Πιστικοῖς |
αιτιατική | τὸν | Πιστικόν | τοὺς | Πιστικούς |
κλητική ὦ! | Πιστικέ | Πιστικοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Πιστικώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Πιστικοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Πιστικός < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠιστικός αρσενικό
Αναφορές
επεξεργασία- P. M. Fraser and E. Matthews 1987 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. I: The Aegean Islands. Cyprus. Cyrenaica, Oxford: Oxford University Press
- M. J. Osborne and S. G. Byrne 1994 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. II: Attica, Oxford: Oxford University Press.
- Thomas Corsten 2010 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. V.A: Coastal Asia Minor. Pontos to Ionia, Oxford: Oxford University Press