Πικέα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία 1
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Πικέα | οι | Πικέες |
γενική | της | Πικέας | των | Πικεών |
αιτιατική | την | Πικέα | τις | Πικέες |
κλητική | Πικέα | Πικέες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Πικέα < (λόγιο δάνειο) νεολατινική Picea (ταξινομικός όρος) < λατινική picea, θηλυκό του picus (κατάμαυρος) < → δείτε τη λέξη pix (πίσσα)
Κύριο όνομα 1
επεξεργασίαΠικέα θηλυκό
- ταξινομικός όρος - γένος: Picea, δέντρα της οικογένειας Pinaceae
- → και δείτε ερυθρελάτη
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΕτυμολογία 2
επεξεργασία- Πικέα: γενική ενικού του αρσενικού Πικέας
Κύριο όνομα 2
επεξεργασίαΠικέα θηλυκό άκλιτο
Μεταγραφές
επεξεργασίαΕτυμολογία 3
επεξεργασία- Πικέα: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΠικέα αρσενικό