ερυθρελάτη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ερυθρελάτη < ερυθρ- + ελάτη > αρχαία ελληνική ἐλάτη • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαερυθρελάτη θηλυκό
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ερυθρελάτη
Πηγές
επεξεργασία- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.