Παντερμαλής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Παντερμαλής ήδη από τον 13ο αιώνα [1] < τουρκική Bandırmalı (πατριδωνυμικό) < Bandırma (Πάνορμος)[2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pan.deɾ.maˈlis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πα‐ντερ‐μα‐λής
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠαντερμαλής αρσενικό (θηλυκό Παντερμαλή)
Άλλες γραφές
επεξεργασία- Παντερμανλής (λανθασμένη)
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Δημήτριος Παντερμαλής στη Βικιπαίδεια (1940-2022), αρχαιολόγος και πανεπιστημιακός
Μεταγραφές
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Παντερμαλής - ⌘PLP - Prosopographisches Lexikon der Palaiologenzeit [Προσωπογραφικό λεξικό της εποχής των Παλαιολόγων] (1261-1453) στα γερμανικά. Επιμ. ⌘ Trapp, Erich, Österreichische Akademie der Wissenschaften (ÖAW, Αυστριακή Ακαδημία Επιστημών), τόμοι 15, 1976‑1995 (συντομογραφίες)
- ↑ Γεώργιος Κ. Γιαννάκης (επιμ.), Ο γλωσσικός χάρτης της Κεντρικής και Βόρειας Ελλάδας κατά την αρχαιότητα, Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2015. σελ. 202