Παντερμαλή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Παντερμαλή < γενική ενικού του αρσενικού Παντερμαλής
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pan.deɾ.maˈli/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πα‐ντερ‐μα‐λή
Κύριο όνομα επεξεργασία
Παντερμαλή θηλυκό άκλιτο
Μεταγραφές επεξεργασία
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος επεξεργασία
Παντερμαλή αρσενικό
- γενική, αιτιατική και κλητική ενικού του Παντερμαλής