Νίγηρας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Νίγηρας | οι | Νίγηρες |
γενική | του | Νίγηρα | των | Νιγήρων |
αιτιατική | τον | Νίγηρα | τους | Νίγηρες |
κλητική | Νίγηρα | Νίγηρες | ||
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Νίγηρας < (άμεσο δάνειο) αγγλική Niger < τουαρέγκ gher n-gheren / ì-ɡərw-ɑn[1] [2] («ποταμός των ποταμών»· γλώσσα Τουαρέγκ)[3]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈni.ʝi.ras/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Νί‐γη‐ρας
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΝίγηρας αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία- ↑ C. K. Meek, «The Niger and the Classics: The History of a Name», The Journal of African History, 1.1 (1960) 1–17
- ↑ Με παρετυμολόγηση από το niger.
- ↑ 3,0 3,1 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: Νίγηρας
- ↑ νιγηρικός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)