Νιγήρια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Νιγήρια | οι | Νιγήριες |
γενική | της | Νιγήριας | των | Νιγηριών |
αιτιατική | τη | Νιγήρια | τις | Νιγήριες |
κλητική | Νιγήρια | Νιγήριες | ||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Νιγήρια θηλυκό (αρσενικό Νιγήριος)