Μόρια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Μόρια | οι | Μόριες |
γενική | της | Μόριας | των | Μοριών |
αιτιατική | τη | Μόρια | τις | Μόριες |
κλητική | Μόρια | Μόριες | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1
επεξεργασία- Μόρια < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈmoɾ.ʝa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μό‐ρια
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΜόρια θηλυκό
Ετυμολογία 2
επεξεργασία- Μόρια < Το όνομα Μόρια (Moria) στην φανταστική γλώσσα Sindarin σημαίνει «Μαύρο Χάσμα» ή «Μαύρο Ορυχείο», mor, «σκούρο, μαύρο» και iâ, «κενό, άβυσσος.[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈmo.ɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μό‐ρι‐α
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΜόρια θηλυκό
- ονομασία αρχαίου υπόγειου συγκροτήματος στη μυθοπλασία του JRR Tolkien, που ονομάζεται επίσης Khazad-dûm.
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ J. R. R. Tolkien (1981), The Letters of J. R. R. Tolkien, George Allen & Unwin, letter no. 297 (August 1967) pp. 382-384, ISBN 0-04-826005-3