Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Λέσβος < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Λέσβος θηλυκό

  • ...

  Μεταφράσεις επεξεργασία