Μπανγκλαντεσιανός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Μπανγκλαντεσιανός < Μπανγκλαντές + -ιανός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ban.gla.de.si.aˈnos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μπαν‐γκλα‐ντε‐σι‐α‐νός
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΜπανγκλαντεσιανός αρσενικό (θηλυκό Μπανγκλαντεσιανή)
- (εθνικό όνομα) πολίτης του Μπανγκλαντές ή κάποιος που κατάγεται από αυτή τη χώρα
- ※ Πύραυλος έπληξε ένα φορτηγό πλοίο με σημαία Μπανγκλαντές που βρισκόταν στο ουκρανικό λιμάνι Όλβια στη Μαύρη Θάλασσα, με αποτέλεσμα να σκοτωθεί ένας Μπανγκλαντεσιανός μέλος του πληρώματος, δήλωσε σήμερα αξιωματούχος του υπουργείου Εξωτερικών της χώρας.
- Φορτηγό πλοίο με σημαία Μπανγκλαντές επλήγη από πύραυλο στο ουκρανικό λιμάνι Όλβια - Ένας νεκρός, capital.gr, 3 Μαρτίου 2022
- ※ Πύραυλος έπληξε ένα φορτηγό πλοίο με σημαία Μπανγκλαντές που βρισκόταν στο ουκρανικό λιμάνι Όλβια στη Μαύρη Θάλασσα, με αποτέλεσμα να σκοτωθεί ένας Μπανγκλαντεσιανός μέλος του πληρώματος, δήλωσε σήμερα αξιωματούχος του υπουργείου Εξωτερικών της χώρας.
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Μπανγκλαντεσιανός
|
Πηγές
επεξεργασία- Κατάλογος χωρών, εδαφών και νομισμάτων, europa.eu