Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Μεγάλη Ύφεση οι Μεγάλες Υφέσεις
      γενική της Μεγάλης Ύφεσης των Μεγάλων Υφέσεων
    αιτιατική τη Μεγάλη Ύφεση τις Μεγάλες Υφέσεις
     κλητική Μεγάλη Ύφεση Μεγάλες Υφέσεις
Συνήθως στον ενικό.
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Μεγάλη Ύφεση < μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική Great Depression, → δείτε τις λέξεις μεγάλος και ύφεση

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /meˈɣa.li ˈi.fe.si/

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

Μεγάλη Ύφεση θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία