Μαυρίτσα
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Μαυρίτσα | οι | Μαυρίτσες |
γενική | της | Μαυρίτσας | — | |
αιτιατική | τη | Μαυρίτσα | τις | Μαυρίτσες |
κλητική | Μαυρίτσα | Μαυρίτσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- Μαυρίτσα < Μαύρ(η) + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /maˈvɾi.t͡sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μαυ‐ρί‐τσα
Κύριο όνομαΕπεξεργασία
Μαυρίτσα θηλυκό
- υποκοριστικό, χαϊδευτικό γυναικείο όνομα
- (όνομα ζώου) όνομα θηλυκού ζώου που έχει μαύρο χρώμα (συνήθως γάτας, κατσίκας)
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Μαύρη
Μαυρίτσα
|