Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Μαυρούλα οι Μαυρούλες
      γενική της Μαυρούλας
    αιτιατική τη Μαυρούλα τις Μαυρούλες
     κλητική Μαυρούλα Μαυρούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Μαυρούλα < Μαύρ(η) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /maˈvɾu.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μαυ‐ρού‐λα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Μαυρούλα θηλυκό

  1. υποκοριστικό, χαϊδευτικό γυναικείο όνομα
  2. (όνομα ζώου) όνομα θηλυκού ζώου με μαύρο χρώμα (συνήθως γάτας, κατσίκας)

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Μαύρη