Μαρτίνο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /maɾˈti.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μαρ‐τί‐νο
Ετυμολογία 1
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Μαρτίνο | τα | Μαρτίνα |
γενική | του | Μαρτίνου | των | Μαρτίνων |
αιτιατική | το | Μαρτίνο | τα | Μαρτίνα |
κλητική | Μαρτίνο | Μαρτίνα | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΜαρτίνο ουδέτερο
Άλλες μορφές
επεξεργασία- Μαρτίνον (καθαρεύουσα)
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Μαρτίνο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΕτυμολογία 2
επεξεργασία- Μαρτίνο < (μεταγραφή) διαγλωσσική ορολογία Martino
Μεταγραφή
επεξεργασίαΜαρτίνο αρσενικό ή θηλυκό
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Χριστοφόρου, Μάνθος Κ. (2001). Χρονολόγιο Οπούντος και Αταλάντης 4000 χρόνια – εν τάχει. Αταλάντη: Δήμος Αταλάντης. σελ. 14.