Μαρμαρινός
(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /maɾ.ma.ɾiˈnos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μαρ‐μα‐ρι‐νός
- τονικό παρώνυμο: μαρμάρινος
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- Μαρμαρινός < Μαρμαρ(άς) + -ινός
Κύριο όνομα επεξεργασία
Μαρμαρινός αρσενικό (θηλυκό Μαρμαρινή)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που διαμένει ή κατάγεται από:
- (γενικότερα) την περιοχή του Μαρμαρά της Κωνσταντινούπολης
- (ειδικότερα) τα Νησιά του Μαρμαρά στην Προποντίδα
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Μαρμαρινός
|
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- Μαρμαρινός < από πατριδωνυμικό Μαρμαρινός
Κύριο όνομα επεξεργασία
Μαρμαρινός αρσενικό (θηλυκό Μαρμαρινού)