Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Προποντίδα
      γενική της Προποντίδας
    αιτιατική την Προποντίδα
     κλητική Προποντίδα
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Χάρτης της Προποντίδας (σημερινής Θάλασσας του Μαρμαρά)

  Ετυμολογία επεξεργασία

Προποντίδα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Προποντ(ίς) από την αιτιατική σε -ίδα ( προ- + Πόντος, η θάλασσα προ της μεγάλης θάλασσας ή του μεγάλου πόντου, δηλαδή του Ευξείνου Πόντου)

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Προποντίδα θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία