Μαρίνος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Μαρίνος | οι | Μαρίνοι |
γενική | του | Μαρίνου | των | Μαρίνων |
αιτιατική | τον | Μαρίνο | τους | Μαρίνους |
κλητική | Μαρίνε | Μαρίνοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- Μαρίνος < ελληνιστική κοινή Μαρῖνος < λατινική marinus (θαλασσινός) < mare (θάλασσα)[1]
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /maˈɾi.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μα‐ρί‐νος
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Μαρίνος αρσενικό
Μεταγραφές
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Μαρίνος
|
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)