Δείτε επίσης: Μαρίνος, Μαρῖνος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μαρῖνος οἱ μαρῖνοι
      γενική τοῦ μαρίνου τῶν μαρίνων
      δοτική τῷ μαρίν τοῖς μαρίνοις
    αιτιατική τὸν μαρῖνον τοὺς μαρίνους
     κλητική ! μαρῖνε μαρῖνοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μαρίνω
γεν-δοτ τοῖν  μαρίνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μαρῖνος < λείπει η ετυμολογία [1]
Σημείωση: Δεν σχετίζεται με το λατινικό marinus

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μαρῖνος, -ου αρσενικό

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. μαρῖνος σελ. 906 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.