μαρῖνος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | μαρῖνος | οἱ | μαρῖνοι |
γενική | τοῦ | μαρίνου | τῶν | μαρίνων |
δοτική | τῷ | μαρίνῳ | τοῖς | μαρίνοις |
αιτιατική | τὸν | μαρῖνον | τοὺς | μαρίνους |
κλητική ὦ! | μαρῖνε | μαρῖνοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μαρίνω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | μαρίνοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μαρῖνος < → λείπει η ετυμολογία [1]
- Σημείωση: Δεν σχετίζεται με το λατινικό marinus
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμαρῖνος, -ου αρσενικό
- (ψάρι) είδος θαλάσσιου ψαριού
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 6, 17 @scaife.perseus
- Κύουσι δὲ πλεῖστον χρόνον οὓς καλοῦσί τινες μαρίνους.
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 6, 17 @scaife.perseus
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ μαρῖνος σελ. 906 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
επεξεργασία- μαρῖνος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.