Μαρτῖνος
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Μαρτῖνος | οἱ | Μαρτῖνοι |
γενική | τοῦ | Μαρτίνου | τῶν | Μαρτίνων |
δοτική | τῷ | Μαρτίνῳ | τοῖς | Μαρτίνοις |
αιτιατική | τὸν | Μαρτῖνον | τοὺς | Μαρτίνους |
κλητική ὦ! | Μαρτῖνε | Μαρτῖνοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Μαρτίνω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Μαρτίνοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Μαρτῖνος < (άμεσο δάνειο) λατινική Martinus,[1] υποκοριστικό του Mars, Mart(i)- + -inus (-ῖνος)
- το επώνυμο, από το όνομα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΜαρτῖνος αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Marinus - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Πηγές
επεξεργασία- Μαρτῖνος - ⌘PLP - Prosopographisches Lexikon der Palaiologenzeit [Προσωπογραφικό λεξικό της εποχής των Παλαιολόγων] (1261-1453) στα γερμανικά. Επιμ. ⌘ Trapp, Erich, Österreichische Akademie der Wissenschaften (ÖAW, Αυστριακή Ακαδημία Επιστημών), τόμοι 15, 1976‑1995 (συντομογραφίες)