Δείτε επίσης: Μαρτίνος

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Μαρτῖνος οἱ Μαρτῖνοι
      γενική τοῦ Μαρτίνου τῶν Μαρτίνων
      δοτική τῷ Μαρτίν τοῖς Μαρτίνοις
    αιτιατική τὸν Μαρτῖνον τοὺς Μαρτίνους
     κλητική ! Μαρτῖνε Μαρτῖνοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Μαρτίνω
γεν-δοτ τοῖν  Μαρτίνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Μαρτῖνος < (άμεσο δάνειο) λατινική Martinus,[1] υποκοριστικό του Mars, Mart(i)- + -inus (-ῖνος)
  • το επώνυμο, από το όνομα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Μαρτῖνος αρσενικό

  1. ανδρικό όνομα: ο Μαρτίνος
    (θηλυκό Μαρτινία)
  2. ανδρικό επώνυμο

Συγγενικά επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Marinus - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.

  Πηγές επεξεργασία