Μάτι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕτυμολογία 1
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Μάτι | τα | Μάτια |
γενική | του | Ματιού | των | Ματιών |
αιτιατική | το | Μάτι | τα | Μάτια |
κλητική | Μάτι | Μάτια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Μάτι < μάτι
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΜάτι ουδέτερο
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΕτυμολογία 2
επεξεργασία- Μάτι < μεταγραφή για τη φινλανδική Matti
Μεταγραφή
επεξεργασίαΜάτι αρσενικό ή θηλυκό, άκλιτο