Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Λυσιστράτη
      γενική της Λυσιστράτης
    αιτιατική τη Λυσιστράτη
     κλητική Λυσιστράτη
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Λυσιστράτη < αρχαία ελληνική Λυσιστράτη < Λυσίστρατος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Λυσιστράτη θηλυκό

  1. γυναικείο όνομα
  2. (θέατρο) κωμωδία του Αριστοφάνη

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
Λῡσιστρᾰτα-
ονομαστική Λυσιστράτη αἱ Λυσιστράται
      γενική τῆς Λυσιστράτης τῶν Λυσιστρατῶν
      δοτική τῇ Λυσιστράτ ταῖς Λυσιστράταις
    αιτιατική τὴν Λυσιστράτην τὰς Λυσιστράτᾱς
     κλητική ! Λυσιστράτη Λυσιστράται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Λυσιστράτ
γεν-δοτ τοῖν  Λυσιστράταιν
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Λυσιστράτη < Λυσίστρατ(ος) + < (λύω) λυσι- + στρατός

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Λυσιστράτη θηλυκό

  1. γυναικείο όνομα, θηλυκό του Λυσίστρατος
  2. (θέατρο) τίτλος κωμωδίας του Αριστοφάνη

  Πηγές επεξεργασία