πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
Λῡσιστρᾰτα-
ονομαστική Λυσιστράτη αἱ Λυσιστράται
      γενική τῆς Λυσιστράτης τῶν Λυσιστρατῶν
      δοτική τῇ Λυσιστράτ ταῖς Λυσιστράταις
    αιτιατική τὴν Λυσιστράτην τὰς Λυσιστράτᾱς
     κλητική ! Λυσιστράτη Λυσιστράται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Λυσιστράτ
γεν-δοτ τοῖν  Λυσιστράταιν
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
Λυσιστράτη < Λυσίστρατ(ος) + < (λύω) λυσι- + στρατός

Κύριο όνομα

επεξεργασία