Δείτε επίσης: λυδός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Λυδός οι Λυδοί
      γενική του Λυδού των Λυδών
    αιτιατική τον Λυδό τους Λυδούς
     κλητική Λυδέ Λυδοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Λυδός αρσενικό (θηλυκό Λυδή)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Λυδός οἱ Λυδοί
      γενική τοῦ Λυδοῦ τῶν Λυδῶν
      δοτική τῷ Λυδ τοῖς Λυδοῖς
    αιτιατική τὸν Λυδόν τοὺς Λυδούς
     κλητική ! Λυδέ Λυδοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Λυδώ
γεν-δοτ τοῖν  Λυδοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Λυδός < Λυδική *luwdja‎ (Λυδία)

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Λυδός αρσενικό

  1. (εθνικό όνομα) αυτός που καταγόταν από την αρχαία Λυδία
  2. ανδρικό όνομα

Συγγενικά

επεξεργασία