Λακωνισμός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Λακωνισμός | οἱ | Λακωνισμοί |
γενική | τοῦ | Λακωνισμοῦ | τῶν | Λακωνισμῶν |
δοτική | τῷ | Λακωνισμῷ | τοῖς | Λακωνισμοῖς |
αιτιατική | τὸν | Λακωνισμόν | τοὺς | Λακωνισμούς |
κλητική ὦ! | Λακωνισμέ | Λακωνισμοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Λακωνισμώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Λακωνισμοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαΛακωνισμός αρσενικό
- πράξη ή ενέργεια που εξυπηρετεί τα συμφέροντα ή την πολιτική των Λακώνων
- ※ Ξενοφών, Ελληνικά 7.1.46 @greek-language.gr
- καὶ ὅσους δʼ ἐξέβαλεν ἐπὶ λακωνισμῷ, καὶ τοῖς τούτων χρήμασιν ἐχρῆτο
- και χρησιμοποιούσε τις περιουσίες όσων εξόριζε λόγω φιλολακωνισμού
- μίμηση των τρόπων, της συμπεριφοράς των Λακώνων
- (ελληνιστική σημασία) μίμηση του τρόπου ομιλίας των Λακώνων, ιδίως για τη βραχυλογία τους
- → δείτε νέα ελληνικά λακωνισμός
Άλλες γραφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη Λάκων
Πηγές
επεξεργασία- Λακωνισμός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- λακωνισμός, Λακωνισμός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.