Δείτε επίσης: λακωνισμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Λακωνισμός οἱ Λακωνισμοί
      γενική τοῦ Λακωνισμοῦ τῶν Λακωνισμῶν
      δοτική τῷ Λακωνισμ τοῖς Λακωνισμοῖς
    αιτιατική τὸν Λακωνισμόν τοὺς Λακωνισμούς
     κλητική ! Λακωνισμέ Λακωνισμοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Λακωνισμώ
γεν-δοτ τοῖν  Λακωνισμοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Λακωνισμός < Λακωνίζω, Λακωνισ- + -μός < Λάκων

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Λακωνισμός αρσενικό

  1. πράξη ή ενέργεια που εξυπηρετεί τα συμφέροντα ή την πολιτική των Λακώνων
    ※  Ξενοφών, Ελληνικά 7.1.46 @greek-language.gr
    καὶ ὅσους δʼ ἐξέβαλεν ἐπὶ λακωνισμῷ, καὶ τοῖς τούτων χρήμασιν ἐχρῆτο
    και χρησιμοποιούσε τις περιουσίες όσων εξόριζε λόγω φιλολακωνισμού
  2. μίμηση των τρόπων, της συμπεριφοράς των Λακώνων
  3. (ελληνιστική σημασία) μίμηση του τρόπου ομιλίας των Λακώνων, ιδίως για τη βραχυλογία τους
    → δείτε  νέα ελληνικά λακωνισμός

Άλλες γραφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη Λάκων