↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Λάρυμνα
      γενική της Λάρυμνας
    αιτιατική τη Λάρυμνα
     κλητική Λάρυμνα
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Το αρχαίο τείχος της Λάρυμνας

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Λάρυμνα < ελληνιστική κοινή Λάρυμνα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈla.ɾi.mna/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Λά‐ρυ‐μνα

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Λάρυμνα θηλυκό, μόνο στον ενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Λάρυμν
      γενική τῆς Λαρύμνης
      δοτική τῇ Λαρύμν
    αιτιατική τὴν Λάρυμνᾰν
     κλητική ! Λάρυμν
1η κλίση, Κατηγορία 'θάλασσα' όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Λάρυμνα < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Λάρυμνα θηλυκό, μόνο στον ενικό

  1. γυναικείο όνομα[1]
  2. (ελληνιστική κοινή) πόλη της Βοιωτίας
    ※  2ος κε αιώνας Παυσανίας, Ἑλλάδος περιήγησις/Βοιωτικά, 9.23.7 @scaife.perseus
    ὑπερβαλόντων δὲ τὸ ὄρος τὸ Πτῶον ἔστιν ἐπὶ θαλάσσης Βοιωτῶν πόλις Λάρυμνα, γενέσθαι δὲ αὐτῇ τὸ ὄνομά φασιν ἀπὸ Λαρύμνης τῆς Κύνου· τοὺς δὲ ἀνωτέρω προγόνους δηλώσει μοι τὰ ἔχοντα ἐς Λοκροὺς τοῦ λόγου. καὶ συνετέλει δὲ ἐς Ὀποῦντα ἡ Λάρυμνα τὸ ἀρχαῖον·

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. William Smith. A Dictionary of Greek and Roman biography and mythology. London. John Murray: printed by Spottiswoode and Co., New-Street Square and Parliament Street. 1873