Κοντοδεσπότι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Κοντοδεσπότι | τα | Κοντοδεσπότια |
γενική | του | Κοντοδεσποτίου | των | Κοντοδεσποτίων |
αιτιατική | το | Κοντοδεσπότι | τα | Κοντοδεσπότια |
κλητική | Κοντοδεσπότι | Κοντοδεσπότια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «μίλι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Κοντοδεσπότι < Μορφολογικά αναλύεται σε κοντο- + δεσπότ(ης) + -ι• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kon.do.ðeˈspo.ti/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κο‐ντο‐δε‐σπό‐τι
Κύριο όνομα επεξεργασία
Κοντοδεσπότι ουδέτερο
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Κοντοδεσπότι