Κοκκινομηλιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Κοκκινομηλιά | οι | Κοκκινομηλιές |
γενική | της | Κοκκινομηλιάς | των | Κοκκινομηλιών |
αιτιατική | την | Κοκκινομηλιά | τις | Κοκκινομηλιές |
κλητική | Κοκκινομηλιά | Κοκκινομηλιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Κοκκινομηλιά < καθαρεύουσα Κοκκινομηλέα. Μορφολογικά αναλύεται σε κοκκινο- + μηλιά.
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ko.ci.no.miˈʎa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κοκ‐κι‐νο‐μη‐λιά
Κύριο όνομα επεξεργασία
Κοκκινομηλιά θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Κοκκινομηλιά