Κοκκινομηλιώτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ko.ci.no.miˈʎo.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κοκ‐κι‐νο‐μη‐λιώ‐της
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- Κοκκινομηλιώτης < Κοκκινομηλ(ιά) + -ιώτης
Κύριο όνομα επεξεργασία
Κοκκινομηλιώτης αρσενικό (θηλυκό Κοκκινομηλιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από οικισμό με το όνομα Κοκκινομηλιά ή κατοικεί εκεί
Συγγενικά επεξεργασία
- Κοκκινομηλιά
- Κοκκινομηλιώτης (επώνυμο)
Μεταφράσεις επεξεργασία
Κοκκινομηλιώτης
|
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Κοκκινομηλιώτης | οι | Κοκκινομηλιώτηδες |
γενική | του | Κοκκινομηλιώτη* | των | Κοκκινομηλιώτηδων |
αιτιατική | τον | Κοκκινομηλιώτη | τους | Κοκκινομηλιώτηδες |
κλητική | Κοκκινομηλιώτη | Κοκκινομηλιώτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Κοκκινομηλιώτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Κοκκινομηλιώτης < πατριδωνυμικό Κοκκινομηλιώτης
Κύριο όνομα επεξεργασία
Κοκκινομηλιώτης αρσενικό (θηλυκό Κοκκινομηλιώτη ή Κοκκινομηλιώτου)