Κερκυραίος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ceɾ.ciˈɾe.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κερ‐κυ‐ραί‐ος
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Κερκυραίος αρσενικό (θηλυκό Κερκυραία)
- (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος ή αυτός που κατάγεται από την Κέρκυρα
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Κερκυραίος
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- Κερκυραίος < πατριδωνυμικό Κερκυραίος
Κύριο όνομα επεξεργασία
Κερκυραίος αρσενικό (θηλυκό Κερκυραίου)