Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Κερασοχώρι τα Κερασοχώρια
      γενική του Κερασοχωρίου των Κερασοχωρίων
    αιτιατική το Κερασοχώρι τα Κερασοχώρια
     κλητική Κερασοχώρι Κερασοχώρια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «μίλι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κερασοχώρι < κεράσ(ι) + -ο- + -χώρι

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ce.ɾa.soˈxo.ɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κε‐ρα‐σο‐χώ‐ρι

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κερασοχώρι ουδέτερο

  1. ονομασία οικισμών της Ελλάδας
  2. παλαιά συνοικία της Σμύρνης

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία