Κερασοχωρίτισσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Κερασοχωρίτισσα < Κερασοχωρίτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ce.ɾa.so.xoˈɾi.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κε‐ρα‐σο‐χω‐ρί‐τισ‐σα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚερασοχωρίτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Κερασοχωρίτης
Συγγενικά
επεξεργασία- → και δείτε τη λέξη Κερασοχώρι
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Κερασοχωρίτης
Κερασοχωρίτισσα
|