Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Καϊπανάκι τα Καϊπανάκια
      γενική του Καϊπανακίου των Καϊπανακίων
    αιτιατική το Καϊπανάκι τα Καϊπανάκια
     κλητική Καϊπανάκι Καϊπανάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «μίλι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Καϊπανάκι < τουρκική kapan (τόπος αγοραπωλησίας σιτηρών) + -άκι[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kai.paˈna.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Καϊ‐πα‐νά‐κι

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Καϊπανάκι ουδέτερο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Γιώργος Ζαροδήμος, Τα Οικωνύμια του Δήμου Αγράφων, Αθήνα 2021