Ετυμολογία 1

επεξεργασία

Κύριο όνομα

επεξεργασία

Καριτσιώτης αρσενικό

  1. (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από οικισμό με το όνομα Καρίτσα ή κατοικεί εκεί (θηλυκό Καριτσιώτισσα)
  2. ποταμός της Ευρυτανίας

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ετυμολογία 2

επεξεργασία

Κύριο όνομα

επεξεργασία