Καριτσιώτισσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Καριτσιώτισσα < Καριτσιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.ɾiˈt͡sço.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κα‐ρι‐τσιώ‐τισ‐σα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚαριτσιώτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Καριτσιώτης
Συγγενικά
επεξεργασία- → και δείτε τη λέξη Καρίτσα
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Καριτσιώτης
Καριτσιώτισσα
|