Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Καρίτσα οι Καρίτσες
      γενική της Καρίτσας
    αιτιατική την Καρίτσα τις Καρίτσες
     κλητική Καρίτσα Καρίτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Καρίτσα < καρ(υά) + -ίτσα[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kaˈɾi.t͡sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κα‐ρί‐τσα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Καρίτσα θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία