Καρίτσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Καρίτσα | οι | Καρίτσες |
γενική | της | Καρίτσας | — | |
αιτιατική | την | Καρίτσα | τις | Καρίτσες |
κλητική | Καρίτσα | Καρίτσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kaˈɾi.t͡sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κα‐ρί‐τσα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚαρίτσα θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Καρίτσα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Ζαροδήμος, Γιώργος (2020). Τοπωνυμικά Ευρυτανίας: Τα οικωνύμια του Δήμου Καρπενησίου. Αθήνα: χ.ε.. σελ. 12-13. https://www.academia.edu/45022075/%CE%A4%CE%BF%CF%80%CF%89%CE%BD%CF%85%CE%BC%CE%B9%CE%BA%CE%AC_%CE%95%CF%85%CF%81%CF%85%CF%84%CE%B1%CE%BD%CE%AF%CE%B1%CF%82.