Καπανδρίτι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Καπανδρίτι | τα | Καπανδρίτια |
γενική | του | Καπανδριτίου | των | Καπανδριτίων |
αιτιατική | το | Καπανδρίτι | τα | Καπανδρίτια |
κλητική | Καπανδρίτι | Καπανδρίτια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «μίλι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Καπανδρίτι < επώνυμο Καπανδρίτ(ης) + -ι < αρβανίτικη Kapandrit[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.panˈðɾi.ti/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κα‐παν‐δρί‐τι
Κύριο όνομα επεξεργασία
Καπανδρίτι ουδέτερο
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Καπανδρίτι
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Χαράλαμπος Συμεωνίδης, Ετυμολογικό λεξικό των νεοελληνικών οικωνυμίων (Λευκωσία: Κέντρο Μελετών Ιεράς Μονής Κύκκου, 2010)