Καπανδρίτη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Καπανδρίτη < γενική ενικού του αρσενικού Καπανδρίτης
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.panˈðɾi.ti/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κα‐παν‐δρί‐τη
Κύριο όνομα επεξεργασία
Καπανδρίτη θηλυκό άκλιτο
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταγραφές επεξεργασία
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος επεξεργασία
Καπανδρίτη αρσενικό
- γενική, αιτιατική και κλητική ενικού του Καπανδρίτης