Καματερό
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Καματερό | τα | Καματερά |
γενική | του | Καματερού | των | Καματερών |
αιτιατική | το | Καματερό | τα | Καματερά |
κλητική | Καματερό | Καματερά | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.ma.teˈɾo/
- συλλαβισμός : Κα‐μα‐τε‐ρό
Κύριο όνομαΕπεξεργασία
Καματερό ουδέτερο (καθαρεύουσα) Καματερόν
Επεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- Καματερό στη Βικιπαίδεια
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- ↑ Κώστας Η. Μπίρης, Αι τοπωνυμίαι της πόλεως και των περιχώρων των Αθηνών (Αθήνα, Υπουργείο Πολιτισμού-Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων, 32006, ISBN 960-214445-9), σ.46· ο Καματηρός αναφέρεται από τον συγγραφέα ως Βυζαντινός τιμαριούχος και φοροεισπράκτορας του 12ου αι. (πρβ. στο ίδιο, σ. 68).