Καλκάνης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Καλκάνης < καλκάνι + -ης
- Καλκάνης < Καρκάνης < κάρκανο
- Καλκάνης < ιταλική Calcagno < calcagno < λατινική calcaneum / calcaneus < calx (φτέρνα)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kalˈka.nis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Καλ‐κά‐νης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚαλκάνης αρσενικό (θηλυκό Καλκάνη)