↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κάρκανο τα κάρκανα
      γενική του κάρκανου των κάρκανων
    αιτιατική το κάρκανο τα κάρκανα
     κλητική κάρκανο κάρκανα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κάρκανο < ελληνιστική κοινή κάρκαρον < κάρκαρος (τραχύς)[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κάρκανο αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. κάρκαρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
  2. λέγεται για το ψωμί όταν μπαίνει σε κοφίνι και δεν σκεπάζεται με πανί, τότε γίνεται κάρκανο–ξεραίνεται
  • Κανελλάκης, Χρήστος Θ.(2010). Το Μοίραλι από το 1461 έως σήμερα. Ετυμολογικό λεξικό των πρώην Δήμων Μεσάτιδος, Φαρρών, Τριταίας, Λασιώνος Ηλείας. Πάτρα:εκδόσεις Περί Τεχνών, 2010. ISBN:978‑960-6684-64-7. σελ.400
  • κάρκανο - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)