κάρκανο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κάρκανο | τα | κάρκανα |
γενική | του | κάρκανου | των | κάρκανων |
αιτιατική | το | κάρκανο | τα | κάρκανα |
κλητική | κάρκανο | κάρκανα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κάρκανο < ελληνιστική κοινή κάρκαρον < κάρκαρος (τραχύς)[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίακάρκανο αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη καρκάτζι
Εκφράσεις
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κάρκανο
|
Αναφορές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Κανελλάκης, Χρήστος Θ.(2010). Το Μοίραλι από το 1461 έως σήμερα. Ετυμολογικό λεξικό των πρώην Δήμων Μεσάτιδος, Φαρρών, Τριταίας, Λασιώνος Ηλείας. Πάτρα:εκδόσεις Περί Τεχνών, 2010. ISBN:978‑960-6684-64-7. σελ.400
- κάρκανο - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)