Καρκάνης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kaɾˈka.nis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Καρ‐κά‐νης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚαρκάνης αρσενικό (θηλυκό Καρκάνη)
Μεταγραφές
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ κάρκαρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.