Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Καινουργιοχωρίτης οι Καινουργιοχωρίτες
      γενική του Καινουργιοχωρίτη των Καινουργιοχωριτών
    αιτιατική τον Καινουργιοχωρίτη τους Καινουργιοχωρίτες
     κλητική Καινουργιοχωρίτη Καινουργιοχωρίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Καινουργιοχωρίτης < Καινούργια Χώρα + -ίτης

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ce.nuɾ.ʝo.xoˈɾi.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Και‐νουρ‐γιο‐χω‐ρί‐της

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Καινουργιοχωρίτης αρσενικό (θηλυκό Καινουργιοχωρίτισσα)

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία