Καινουργιοχωρίτισσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Καινουργιοχωρίτισσα < Καινουργιοχωρίτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα +
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ce.nuɾ.ʝo.xoˈɾi.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Και‐νουρ‐γιο‐χω‐ρί‐τισ‐σα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚαινουργιοχωρίτισσα θηλυκό
- (ιστορία, πατριδωνυμικό) η γυναίκα που διαμένει στην Καινούργια Χώρα των Χανίων ή έχει γεννηθεί εκεί
- ※ Άρχοντες της πόλης, αγαπητοί προσκεκλημένοι, Καινουργιοχωρίτες, Καινουργιοχωρίτισσες. Είναι μεγάλη η μέρα σήμερα και τα λόγια δύσκολα βγαίνουν για να περιγράψουν τα ανάμεικτα συναισθήματα που με διακατέχουν.
- Γιώργος Πιτσιτάκης, «Η αλίβρεκτος Νέα Χώρα. Η ζώσα ιστορική μνήμη, οδηγός χάραξης ενός συλλογικού, δημιουργικού μέλλοντος», ιστοσελίδα περιοδικού Κεδρισός· πρόσβαση: 2022-10-13.
- ※ Άρχοντες της πόλης, αγαπητοί προσκεκλημένοι, Καινουργιοχωρίτες, Καινουργιοχωρίτισσες. Είναι μεγάλη η μέρα σήμερα και τα λόγια δύσκολα βγαίνουν για να περιγράψουν τα ανάμεικτα συναισθήματα που με διακατέχουν.
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Καινουργιοχωρίτης
Καινουργιοχωρίτισσα
|