Ζουμπουλιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Ζουμπουλιά | οι | Ζουμπουλιές |
γενική | της | Ζουμπουλιάς | των | Ζουμπουλιών |
αιτιατική | τη | Ζουμπουλιά | τις | Ζουμπουλιές |
κλητική | Ζουμπουλιά | Ζουμπουλιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Ζουμπουλιά < ζουμπούλι + -ιά < τουρκική sümbül < οθωμανικά τουρκικά سنبل (sombol) < περσική سنبل (sombol)
Κύριο όνομα επεξεργασία
Ζουμπουλιά θηλυκό
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ζουμπούλι
Μεταφράσεις επεξεργασία
Ζουμπουλιά
|