Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
cover covers

cover (en)

  1. το κάλυμμα
  2. το καπάκι
    the cover of a pot - το καπάκι μιας κατσαρόλας
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη lid
  3. το εξώφυλλο
  4. η κάλυψη
  5. η διασκευή τραγουδιού

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας cover
γ΄ ενικό ενεστώτα covers
αόριστος covered
παθητική μετοχή covered
ενεργητική μετοχή covering

cover (en)

  1. καλύπτω, στρώνω
    The floor was covered with newspapers.
    Tο πάτωμα ήταν στρωμένο με εφημερίδες.
     συνώνυμα:  litter, pave, spread και strew
  2. ζευγαρώνω (για ζώα)
  3. διασκευάζω (τραγούδι)

  Πηγές επεξεργασία