ψυχοσωματική
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ψυχοσωματική < ψυχοσωματικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική psychosomatic < αρχαία ελληνική ψυχή + σωματικός
Ουσιαστικό επεξεργασία
ψυχοσωματική θηλυκό
- (ιατρική) ιατρική θεωρία που εξετάζει και μελετά την επίδραση του ψυχισμού και γενικότερα των ψυχικών παραγόντων στις οργανικές παθήσεις
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις ψυχοσωματικός, ψυχή και σώμα
Μεταφράσεις επεξεργασία
ψυχοσωματική
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
ψυχοσωματική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του ψυχοσωματικός