Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σύναξη οι συνάξεις
      γενική της σύναξης* των συνάξεων
    αιτιατική τη σύναξη τις συνάξεις
     κλητική σύναξη συνάξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συνάξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σύναξη < (ελληνιστική κοινήσύναξις < συνάγω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σύναξη θηλυκό

  1. συγκέντρωση ανθρώπων
  2. (εκκλησιαστικός όρος) χριστιανική εορτή που αναφέρεται στη συγκέντρωση πιστών προς τιμήν ιερού προσώπου
    η Σύναξη της Θεοτόκου, η Σύναξη του Προδρόμου

Σύνθετα επεξεργασία

Ομώνυμα / Ομόηχα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία