Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ρήξη οι ρήξεις
      γενική της ρήξης* των ρήξεων
    αιτιατική τη ρήξη τις ρήξεις
     κλητική ρήξη ρήξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ρήξεως
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ρήξη < αρχαία ελληνική ῥῆξις

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈɾi.ksi/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ρήξη θηλυκό

  1. η δημιουργία μιας ασυνέχειας, ενός ρήγματος
     συνώνυμα: σπάσιμο
  2. η καταστροφή των δεσμών που ενώνουν ένα άτομο ή σύνολο με άλλα
    επήλθε ρήξη στους κόλπους του κόμματος και όλοι περιμένουν την οριστική διάσπασή του
  3. η ριζική αλλαγή συνηθειών, απόψεων κλπ
    αποφάσισε να έρθει σε ρήξη με το παρελθόν του και να κάνει ιδεολογική στροφή 180 μοιρών

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία