Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πρωτοβουλία οι πρωτοβουλίες
      γενική της πρωτοβουλίας των πρωτοβουλιών
    αιτιατική την πρωτοβουλία τις πρωτοβουλίες
     κλητική πρωτοβουλία πρωτοβουλίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρωτοβουλία < πρώτος + βουλή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πρωτοβουλία θηλυκό

  1. η ικανότητα να ενεργείς αυτόνομα και να κινείς πρώτος τις εξελίξεις
  2. ενέργεια που γίνεται μετά από αυτόνομη σκέψη και απόφαση
    Μην παίρνεις πρωτοβουλίες χωρίς να ρωτήσεις κανέναν.

Συνώνυμα επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  • ιδιωτική πρωτοβουλία: οι ενέργειες των ιδιωτών στο χώρο της οικονομίας

  Μεταφράσεις επεξεργασία