Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το οικοτροφείο τα οικοτροφεία
      γενική του οικοτροφείου των οικοτροφείων
    αιτιατική το οικοτροφείο τα οικοτροφεία
     κλητική οικοτροφείο οικοτροφεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

οικοτροφείο < οικότροφος + -είο[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οικοτροφείο ουδέτερο

  • ίδρυμα ή παράρτημα ενός οργανισμού (κυρίως ιδιωτικού σχολείου) που δέχεται οικότροφους, κυρίως μαθητές

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία