εξαλείφω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εξαλείφω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐξαλείφω < ἐξ + ἀλείφω (εξ- + αλείφω)[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.ksaˈli.fo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ξα‐λεί‐φω
- παλιότερος συλλαβισμός : εξ‐α‐λεί‐φω
Ρήμα επεξεργασία
εξαλείφω
- αφαιρώ κάτι από κάποια επιφάνεια
- (νομικός όρος) αφαιρώ μέρος κειμένου που έχει νομική υπόσταση
- (μεταφορικά) προκαλώ καταστροφή, χαμό ή θάνατο
- ≈ συνώνυμα: χαλάω, εξαφανίζω, εξολοθρεύω
- ※ Τότε ἄρχισε ὁ Ἀρμασμπέρης νὰ λαβαίνει μέτρα πῶς νὰ μ' ἐξαλείψει. (Ιωάννης Μακρυγιάννης, Απομνημονεύματα, βιβλίον γ΄, κεφ. 3ον, περίπου 1830)
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εξαλείφω
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ {Π:Μπαμπινιώτης 2010}}